Αριθμός 1255/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
- Εμπορικές μισθώσεις. Παραχώρηση της χρήσης του μισθίου. Καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης. Οι προτάσεις και η προσθήκη των προτάσεων πρέπει να φέρουν εκτός των άλλων στοιχείων και την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, αλλιώς είναι άκυρες. Μόνη η υπογραφή των προτάσεων από άλλο δικηγόρο και όχι από αυτόν που παραστάθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δε συνεπάγεται μη νόμιμη κατάθεση προτάσεων και περαιτέρω μη προσήκουσα εκπροσώπηση του διαδίκου.
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 455 επ. και 471 του Α.Κ., οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν. 813/ 1978 (ήδη άρθρο 44 του ΠΔ 34/1995) εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις, συνάγεται ότι η μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσεως από τον μισθωτή προς τρίτο, εκτός των προβλεπομένων στο άρθρο 6 παρ. 3 και 4 του Ν. 813/1978 (ήδη άρθρο 12 Π.Δ. 34/1995) περιπτώσεων, γίνεται μόνο με τον συνδυασμό εκχωρήσεως απαιτήσεων και αναδοχής χρέους, κατόπιν συναινέσεως του εκμισθωτή. Με την εκχώρηση μεταβιβάζεται η σχέση με την ενεργητική της μορφή και με την αναδοχή χρέους με την παθητική της μορφή. Μόνη η σύμβαση μεταξύ μισθωτή και τρίτου για μεταβίβαση προς τον δεύτερο της μισθωτικής σχέσεως, χωρίς συναίνεση του εκμισθωτή, δεν καθιστά τον τρίτο μισθωτή στην σχέση αυτή και, ως εκ τούτου, ο τελευταίος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα από την μίσθωση έναντι του εκμισθωτή. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 593 του Α.Κ. και 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 813/1978, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2041/1992, προκύπτει ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου σε τρίτον ή σε εταιρεία που έχει συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η παραχώρηση όμως αυτή της χρήσεως του μισθίου σε τρίτο είτε με υπεκμίσθωση είτε με σύσταση εταιρίας είναι σχέση παρεπόμενη, αναφορικά με την κύρια μίσθωση και δεν αλλοιώνει υποκειμενικά την μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων (εκμισθωτή και μισθωτή και, σε περίπτωση θανάτου αυτών, των κληρονόμων τους, που υπεισέρχονται στην μισθωτική σχέση). Έτσι η κύρια μισθωτική σχέση δεν επηρεάζεται ούτε αλλοιώνεται, ακόμη και αν ο εκμισθωτής συναίνεσε, ή ενέκρινε την παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου, είτε με υπεκμίσθωση είτε με την σύσταση εταιρίας. Έναντι όμως του εκμισθωτή ευθύνονται εις ολόκληρον και ο μισθωτής και η εταιρία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου (άρθρο 481 ΑΚ). Επομένως και μετά την παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου, ο εκμισθωτής εξακολουθεί να είναι εκμισθωτής και ο αρχικός μισθωτής να είναι μισθωτής και αυτοί νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά να ασκήσουν όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχική μισθωτική σύμβαση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί μεταξύ αυτών, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία μεταξύ των αρχικώς συμβληθέντων. Έτσι από το γεγονός ότι ο εκμισθωτής έχει συμφωνήσει στην παραχώρηση της χρήσεως δεν παύει αυτή να είναι σχέση παρεπόμενη απέναντι σ` αυτόν και, επομένως, ο παραχωρησιούχος δεν υπεισέρχεται στην κύρια μίσθωση. Τα αυτά ισχύουν και σε περίπτωση παραχωρήσεως της χρήσεως σε εταιρία που θα συσταθεί μεταξύ των συμμισθωτών ή στην οποία θα συμμετέχει και ο μισθωτής. Μόνο αν ρητά συμφωνηθεί μεταξύ εκμισθωτή, μισθωτή και παραχωρησιούχου, η έξοδος από την σχέση του μισθωτή και η υπεισέλευση του παραχωρησιούχου (οπότε όμως πρόκειται για μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως και όχι για παραχώρηση της χρήσεως), ο τελευταίος παίρνει την θέση του μισθωτή με όλες τις εντεύθεν συνέπειες (ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1177/2015, ΑΠ 1099/2015, ΑΠ 1226/2012, ΑΠ 1245/2010, ΑΠ 1957/2006).
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 672, 766 και 588 ΑΚ συνάγεται ως γενική αρχή του δικαίου ότι όταν συντρέχει λόγος, επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να καταγγελθεί μια διαρκής ενοχική σχέση έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παρέχεται αμέσως από το νόμο δικαίωμα καταγγελίας. Η αρχή αυτή προκύπτει και από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, που επιβάλλουν να ασκούνται τα δικαιώματα όπως απαιτεί η καλή πίστη, αν ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, παρέχουν δε το δικαίωμα στους συμβαλλόμενους να καταγγείλουν τη διαρκή ενοχική σχέση, όταν σύμφωνα με τις αρχές αυτές καθίσταται υπέρμετρα δυσβάσταχτη η συνέχιση της μισθώσεως μέχρι τη λήξη της, είτε και για τα δυο μέρη, είτε και για ένα απ` αυτά. Τούτο συμβαίνει ιδίως σε περίπτωση μεταβολής των περιουσιακών ή προσωπικών σχέσεων των μερών ή του ενός μέρους, ανεξάρτητα συνδρομής ή μη υπαιτιότητας στην επέλευση της μεταβολής αυτής. Περαιτέρω, η συνδρομή ή μη σπουδαίου λόγου αξιολογείται με κριτήρια αντικειμενικά, δεν απαιτείται δηλ. κατ` αρχήν πταίσμα εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία. Αν, όμως, εκείνος που καταγγέλλει είναι υπαίτιος, δεν επιτρέπεται να προβεί σε καταγγελία, διότι είναι επίσης γενική αρχή του δικαίου, συναγόμενη από τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, ότι κανείς δεν μπορεί ν` αποκομίσει ωφελήματα από την παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά του. Αλλά και γενικότερα, η επίκληση λόγου αναγομένου αποκλειστικά στη σφαίρα των σχέσεων του ίδιου του καταγγέλλοντος για άμεση καταγγελία διαρκούς συμβάσεως, χωρίς να τηρηθεί προθεσμία όταν μάλιστα αυτή (διαρκής σχέση) έχει ήδη διαρκέσει αρκετό χρόνο, μπορεί να είναι αντίθετη προς την καλή πίστη. Γι` αυτό και κάπως σπανιότερα, ο σπουδαίος λόγος μπορεί να βρίσκεται στη σφαίρα των σχέσεων του καταγγέλλοντος. Προκειμένου, όμως, ειδικώς για μίσθωση πράγματος, το περιεχόμενο του σπουδαίου λόγου πρέπει να προσδιορίζεται στενά, διότι ήδη ο νόμος έχει θεσπίσει μεγάλο αριθμό ειδικών λόγων καταγγελίας που ικανοποιούν σε ευρύ φάσμα τα συμφέροντα των μερών για λύση της μίσθωσης. Ο ευρύτερος τυχόν προσδιορισμός του περιεχομένου του σπουδαίου λόγου θα δημιουργούσε ανασφάλεια στα μέρη για τη διάρκεια της σύμβασης. Επιβάλλεται, συνεπώς, να γίνεται δεκτό, ότι σπουδαίος λόγος υφίσταται, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: α) Τα περιστατικά που συνθέτουν τον σπουδαίο λόγο πρέπει να αφορούν εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία. Με άλλους λόγους, πρέπει να αναφέρονται στο πρόσωπό του ή να εμπίπτουν στη σφαίρα των κινδύνων του, χωρίς, όμως, να απαιτείται να συντρέχει και πταίσμα του. Περιστατικά που αφορούν μόνον τον καταγγέλλοντα, δεν παρέχουν σ` αυτόν δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο. β) Τα παραπάνω περιστατικά πρέπει να καθιστούν την εξακολούθηση της μίσθωσης πράγματος για τον καταγγέλλοντα μη αξιώσιμη, κατά την καλή πίστη. Τέλος, είναι αυτονόητο ότι κατά την κρίση για τη δυνατότητα συνεχίσεως ή όχι της συμβάσεως ιδιαίτερα θα αξιολογηθούν τα οικονομικά συμφέροντα των συμβαλλομένων και μάλιστα οι οικονομικές επιπτώσεις που θα προκύψουν από την εξακολούθηση ή τη λύση της μίσθωσης (ΑΠ 1836/2007, ΑΠ 639/2007).
- Ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Αναφέρεται, αποκλειστικά, σε εκπτώσεις, ακυρότητες και δικαιώματα από το δικονομικό, αποκλειστικά, δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001). Δικονομικές ακυρότητες είναι όσες αποτελούν νόμιμες κυρώσεις, που απαγγέλλονται για παράβαση διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων, δηλαδή οι ακυρότητες, κατά την έννοια των άρθρων 159 - 161 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/2019). Από τον συνδυασμό των άρθρων 237 και 118 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι προτάσεις και η προσθήκη των προτάσεων πρέπει να φέρουν εκτός των άλλων στοιχείων και την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, αλλιώς είναι άκυρες και, κατ` ακολουθίαν, δεν λαμβάνονται υπ` όψιν (ΑΠ 11/2016, ΑΠ 948/2001). Η υπογραφή του τελευταίου δεν έχει πανηγυρική σημασία, επιβάλλεται όμως για την εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου. Μόνη η υπογραφή των προτάσεων από άλλο δικηγόρο και η εκπροσώπηση του διαδίκου από άλλο δικηγόρο δε συνεπάγεται μη προσήκουσα εκπροσώπηση του διαδίκου και κατ` ακολουθία δεν έχει γι` αυτόν δυσμενείς συνέπειες, διότι, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 104, η έρευνα του δικαστηρίου περιορίζεται στην πληρεξουσιότητα του πληρεξουσίου που παρίσταται στη συζήτηση, ενώ για τις πράξεις που δεν έγιναν στη διάρκεια της συζήτησης, η έρευνά του περιορίζεται στο αν έγιναν από δικηγόρο και γι` αυτές υπήρχε συναίνεση ή έγκριση του διαδίκου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΕΠΙΣΗΣ
ΕΔΩ:
Διαδικασία συνδιαλλαγής και έκδοση διαταγής πληρωμής
ΕΔΩ:
Προσβολή
προσωπικότητας. Χρήση κοινόχρηστης οδού
ΕΔΩ:
Χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Αρχή
αναλογικότητας.